μπήγω
Look at other dictionaries:
μπήγω — και μπήζω έμπηξα, μπήχτηκα, μπηγμένος 1. χώνω κάτι μυτερό κάπου: Έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό του θύματος. 2. φρ., «Έμπηξα τις φωνές», ξέσπασα σε φωνές, φώναξα δυνατά· «Έμπηξα τα γέλια», ξέσπασα σε γέλια, άρχισα να γελώ δυνατά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek
μπήζω — μπήγω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπηγνύω — (Α διαπηγνύω) παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσω αρχ. 1. μπήγω, σφηνώνω 2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το … Dictionary of Greek
εμπήγω — και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω) μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να παγώσει 2. μέσ. ἐμπήγνυμαι προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον 3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη … Dictionary of Greek
παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… … Dictionary of Greek
παρεμπήγνυμι — Μ 1. μπήγω κάτι κοντά ή χώνω περισσότερο («ἄλλου παρεμπήξαντος ἄκρον τό ξίφος», Πρόδρ.) 2. (παρακμ.) παρεμπέπηγα είμαι στερεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπήγνυμι «μπήγω»] … Dictionary of Greek
προπήγνυμι — και προπηγνύω Α 1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως 2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»] … Dictionary of Greek
προσκαταπήγνυμι — Α μπήγω στερεά επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπήγνυμι «μπήγω στερεά»] … Dictionary of Greek
προσπαραπήγνυμι — Μ μπήγω, στερεώνω κάτι ακόμη κοντά σε κάποιον («προσπαραπηγνύναι χάρακα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παραπήγνυμι «μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο»] … Dictionary of Greek